- καταβρεχτήρας
- ο1. το καταβρεχτήρι2. όχημα με το οποίο καταβρέχουν τους δρόμους για να μη σηκώνεται σκόνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. -τήρ(ας), (πρβλ. ανεμισ-τήρας, οδοστρω-τήρας). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρες, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.